χωματερή

χωματερή
çöplük, çöp toplama merkezi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χωματερή — η, Ν βλ. χωματερός …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • χωματερός — ή, ό, Ν το θηλ. ως ουσ. η χωματερή α) έκταση με χώμα, χωρίς βλάστηση β) τόπος όπου αποκομίζονται τα απορρίμματα, διαστρώνονται σε λεπτές στρώσεις, συμπιέζονται και καλύπτονται με χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, χώματος + κατάλ. ερός (πρβλ. παγ ερός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”